τόπος

τόπος
ο, ΝΜΑ
1. έκταση γης, μέρος (α. «τόπος προορισμού» β. «ὁ τόπος οὗτος Ἀρμενία καλεῑται», Ξεν.)
2. ορισμένη εδαφική περιοχή, συγκεκριμένη θέση (α. «ο τόπος τού μαρτυρίου» β. «ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν», ΚΔ)
3. ο χώρος που καταλαμβάνει ένα αντικείμενο, η θέση (α. «κάθε πράγμα στον τόπο του» β. «οὐ τὸν τρόπον ἀλλὰ τὸν τόπον μόνον μεταλλάξαι», Αισχίν.)
4. χωρίο συγγραφέα («κατὰ τόπους τινὰς τῆς ἱστορίας», Πολ.)
5. φρ. α) «στον τόπο μου [σου, του]», «εἰς τὸν τόπον τινός» — σε αντικατάσταση, σε αναπλήρωση
β) «δίνω τόπο στην οργή», «τόπον δίδωμι τῇ ὀργῇ» — αφήνω την οργή να περάσει, συγκρατώ τον θυμό μου
γ) «επί τόπου» και «επιτόπου», «ἐπὶ τόπου» — επιτοπίως, με προσωπική παρουσία σε κάποιο μέρος
νεοελλ.
1. το μέρος από όπου κατάγεται κάποιος, η πατρίδα («στον τόπο μας δεν έχουμε τέτοιες συνήθειες»)
2. μαθημ. α) σύνολο σημείων που έχουν μια ορισμένη κοινή ιδιότητα
β) κάθε κλειστό και συνεκτικό σύνολο σημείων τού Rv
3. βιολ. το ορισμένο τμήμα χρωματοσώματος στο οποίο βρίσκεται πάντα το ίδιο είδος γονιδίων
4. φρ. α) «κατά τόπους» ή «τόπους τόπους» — κατά περιοχές ή θέσεις
β) «έμεινε στον τόπο» — ο θάνατός του ήταν ακαριαίος
γ) «αφήνω στον τόπο» — προκαλώ ακαριαίο θάνατο
δ) «πιάνω τόπο» — τελεσφορώ, αποδίδω, έχω αποτέλεσμα
ε) «κοινός τόπος»
i) (στη φιλολογία) χαρακτηριστικό, λέξη, φράση ή φαινόμενο, που εμφανίζεται σε δύο ή περισσότερες γλώσσες ή περιόδους τής ίδιας γλώσσας
ii) κάτι υπερβολικά συνηθισμένο και χρησιμοποιημένο, κοινοτοπία
στ) «Κρανίου τόπος» — ο Γολγοθάς
ζ) «οι κατά τόπους αρχές» — οι τοπικές αρχές
η) «γεωμετρικός τόπος» ή, απλώς, «τόπος»
μαθημ. σύνολο σημείων που έχουν ορισμένες κοινές ιδιότητες, σε αντιδιαστολή προς κάθε άλλο σημείο τού χώρου
5. παροιμ. α) «κάθε τόπος και ζακόνι, κάθε μαχαλάς και τάξη» ή «τόπου συνήθεια, νόμου κεφάλαιο» ή «άλλοι τόποι άλλοι άνθρωποι» — τα ήθη και τα έθιμα διαφέρουν από τον έναν τόπο στον άλλο
β) «παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είν' και μπαλωμένο»
(σχετικά με επιλογή συζύγου) είναι προτιμότερος κάποιος συντοπίτης, έστω και αν μειονεκτεί σε κάτι, από άτομο που κατάγεται από ξένο μέρος
γ) «χέρι που δεν πάρει τόπος δεν αδειάζει» — τίποτε δεν μπορεί να λείψει αν δεν τό πάρει κάποιος
νεοελλ.-μσν.
φρ. «Άγιοι Τόποι» — οι τοποθεσίες τής Παλαιστίνης και τα προσκυνήματα, όπου διαδραματίστηκαν τα γεγονότα τού βίου τού Χριστού, όπως αναφέρονται στην ΚΔ
(μσν.- αρχ.)
1. αγρός, αγρόκτημα («οἰκία καὶ τόποι», πάπ.)
2. χώρος ταφής, κοιμητήριο
3. θέμα, ζήτημα («περὶ πίστεως καὶ μετανοίας πάντα τόπον ἐψηλαφήσαμεν», Ωριγ.)
4. ευκαιρία, περίσταση («μετανοίας τόπον οὐχ εὗρε», ΠΔ)
5. φρ. «ἐν τόπῳ» — αμέσως
αρχ.
1. (στην Αίγυπτο) διοικητική υποδιαίρεση νομού, τοπαρχία
2. διαμέρισμα οικίας, δωμάτιο
3. σημείο τού σώματος («Περὶ τῶν πεπονθότων τόπων», «Περὶ συνθέσεως φαρμάκων τῶν κατὰ τόπους» — τίτλοι ἔργων τού Γαληνού)
4. το αιδοίο
5. υπόθεση για συζήτηση («ἵνα μηδεὶς αὐτῷ τόπος ἀσυκοφάντητος παραλείπηται», Αισχίν.)
6. αρχή, βάση, στοιχείο από όπου ο ρήτορας αντλεί τα επιχειρήματά του («στοιχεῑον δὲ λέγω καὶ τόπον ἐνθυμήματος τὸ αὐτό», Αριστοτ.)
7. (στον Αριστοτ.) καθεμιά από τις τρεις περιοχές στις οποίες διαιρείται το σύμπαν
8. αστρολ. α) σημείο τού ζωδιακού κύκλου
β) η δωδέκατη περιοχή τών 30°
9. ο θεός («αὐτὸς ὁ θεὸς καλεῑται τόπος, τῷ περιέχειν ὅλα», Φίλ.)
10. μτφ. σφαίρα, περιοχή, χώρος («ὁ πραγματικὸς τόπος», Διον. Αλ.)
11. φρ. α) «παρά τόπον» — σε τόπο που δεν ταιριάζει (Στράβ.)
β) «παρά τόπον καὶ καιρόν» — λόγω τής τοποθεσίας και τού χρόνου (Αρρ.)
γ) «ἅγιος τόπος»
i) μνημείο μάρτυρα
ii) μοναστήρι στο οποίο έζησε κάποιος μάρτυρας πάπ.
δ) «ψιλὸς τόπος» — τοποθεσία στην οποία δεν υπάρχει κτίσμα (επιγρ. Πτολεμ.)
ε) «κοινοὶ τόποι» — δημόσιες εκτάσεις ή δημόσιες οικοδομές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τού καθημερινού λεξιλογίου, αβέβαιης ετυμολ., η οποία χρησιμοποιήθηκε και ως όρος τής ιατρικής και τής ρητορικής. Οι συνδέσεις τής λ. τόπος με τ. όπως: το λιθουαν. tenku, tekti «εκτείνω, εξαπλώνομαι», το αγγλοσαξον. patian «δίνω, επιτρέπω, υπομένω», το λιθουαν. tampu, tapti «γίνομαι, γεννιέμαι, ή το αρχ. σλαβ. tepo, teti «χτυπώ» δεν θεωρούνται πιθανές.
ΠΑΡ. τοπικός
αρχ.
τοπίζω, τοπίτης
αρχ.-μσν.
τοπίον
μσν.
τοπώ
νεοελλ.
τοπιάτικο, τοπώνω.
ΣΥΝΘ. (Α΄ συνθετικό) τοπογράφος, τοποθετώ, τοπομαχώ
αρχ.
τοπογραμματεύς, τοποδυνάστης, τοποκράτωρ, τοποφύλαξ
αρχ.-μσν.
τοποκρατώ, τοποτηρώ
μσν.
τοποποιός, τοποχωρώ
νεοελλ.
τοπολογία, τοπομετεωρολογία, τοπομετρία, τοπομετρογράφος, τοπότυπος, τοποφοβία, τοποφυλαξία, τοπωνυμία, τοπωνύμιο. (Β' συνθετικό) άτοπος
αρχ.
έκτοπος, έντοπος, επίτοπος, ιδιότοπος, μικρότοπος, σύντοπος, υπότοπος, ψιλότοπος
νεοελλ.
αγκαθότοπος, αγκιναρότοπος, αγριότοπος, αερότοπος, αλωνότοπος, αμμότοπος, αμπελότοπος, αμυγδαλότοπος, ανθότοπος, αρρωστότοπος, βαλτότοπος, βαρβαρότοπος, βοσκότοπος, βουρκότοπος, βραχότοπος, βροχότοπος, γιδότοπος, γρασιδότοπος, δασότοπος, δενδρότοπος, ελαιότοπος, ερημότοπος, ζεστότοπος, θαμνότοπος, κακότοπος, καπνότοπος, καστανότοπος, καστρότοπος, κλεφτότοπος, κοινότοπος, κοχλιότοπος, κρυότοπος, κυνηγότοπος, λαγκαδότοπος, λιβαδότοπος, μαγαζότοπος, μανιταρότοπος, νερότοπος, ξερότοπος, παγότοπος, παλιότοπος, πετροκότοπος, πευκότοπος, πλατανότοπος, πλουσιότοπος, πρασότοπος, ρηχότοπος, ροδότοπος, σ(ι)ταρότοπος, σπιτότοπος, φιντανότοπος, φτενότοπος, φτωχότοπος, χερσότοπος, χιονότοπος, χορταρότοπος, χωματότοπος, ψαρότοπος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τόπος — place masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόπος — ο 1. έκταση γης, μέρος, τοποθεσία: Άγονος τόπος. 2. ορισμένη περιοχή, χώρα, πατρίδα: Παπούτσι από τον τόπο σου, ας είν΄ και μπαλωμένο (παροιμία). 3. χώρος: Αυτό το μπαούλο έπιασε τον τόπο. 4. θέση: Κάθε πράμα στον τόπο του. 5. στα μαθηματικά… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Τόπος νοητός —         (topos noetos) (греч.) мыслимое место. Умопостигаемое пространство, в котором находятся эйдосы (Платон). Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г.… …   Философская энциклопедия

  • Οὐχ ὁ τόπος τὸν ἄνδρα, ἀλλ’ ὁ ἀνὴρ αὐτὸν ἔντιμον ποιεῖ. — См. Не место человека красит, но человек место …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • γεωμετρικός τόπος — Βλ. λ. γεωμετρία …   Dictionary of Greek

  • Κρανίου τόπος — Βλ. λ. Γολγοθάς …   Dictionary of Greek

  • έπαυλη — Τόπος αναψυχής μακριά από την τακτική κατοικία. Η έ. παρουσιάζεται στους προελληνικούς πολιτισμούς (θερινές κατοικίες στην Αίγυπτο, στη μινωική Κρήτη κ.α.), όχι όμως και στον δημοκρατικό ελληνικό κόσμο. Ακόμα και στη δημοκρατική Ρώμη δεν υπάρχουν …   Dictionary of Greek

  • επαυλή — Τόπος αναψυχής μακριά από την τακτική κατοικία. Η έ. παρουσιάζεται στους προελληνικούς πολιτισμούς (θερινές κατοικίες στην Αίγυπτο, στη μινωική Κρήτη κ.α.), όχι όμως και στον δημοκρατικό ελληνικό κόσμο. Ακόμα και στη δημοκρατική Ρώμη δεν υπάρχουν …   Dictionary of Greek

  • στρατόπεδο — Τόπος εγκατάστασης στρατεύματος ή ατόμων οργανωμένων στρατιωτικά. Επίσης, τόπος περιορισμού πολιτικών αντιπάλων (σ. συγκέντρωσης). Στην αρχαία Ρώμη, ο στρατός δε στρατοπέδευε, αν προηγούμενα δεν οχυρωνόταν σε θέση η οποία είχε επιλεγεί. Το… …   Dictionary of Greek

  • σωφρονιστήριο — Τόπος ή ίδρυμα στο οποίο στέλνονται άτομα για σωφρονισμό. Σ. λέγεται και φυλακή στην οποία φυλακίζονται άτομα για να εκτίσουν την ποινή τους. Οι διάφορες μέθοδοι που χρησιμοποιούνται στα σ. λέγονται σωφρονιστικά συστήματα. Παρά τις σποραδικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”